- ἐνδαίνυμαι
- ἐνδαίνῠμαι, [voice] Med.,A feast on, τι f.l. in Ath.7.277a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδαίνυμαι — ἐνδαίνυμαι (Α) τρώγω σε συμπόσιο, ευωχούμαι, καταβροχθίζω, κατατρώγω («τῶν ἰχθύων, οὕς ἐνδαινύμεθα», Αθήν.) … Dictionary of Greek